-
1 Advantage
subs.Gain: P. and V. κέρδος, τό, λῆμμα, τό.Superiority: P. πλεονεξία, ἡ, πλεονέκτημα, τό.To the advantage of, in favour of: P. and V. πρός (gen.).Have the advantage, v.: P. περιεῖναι, πλέον ἔχειν.Get the advantage of, v.: P. πλεονεκτεῖν (gen.), πλέον φέρεσθαι (gen.), πλέον ἔχειν (gen.).Use: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Fight at an advantage: P. ἐκ περιόντος ἀγωνίζεσθαι (Τhuc. 8, 46).It is a great advantage for him to be sole master of the whole position: τὸ εἶναι ἐκεῖνον ἕνα ὅντα κύριον... πολλῷ προέχει (Dem. 10).Tyrants have no such advantages: P. τοῖς δὲ τυράννοις οὐδὲν ὑπάρχει τοιοῦτον (Isoc. 15, C).The borrower has the advantage of us in everything: P. ὁ δανειζόμενος ἐν παντὶ προέχει ἡμῶν (Dem. 1283).We have many natural advantages in war: P. πρὸς πόλεμον πολλὰ φύσει πλεονεκτήματα ἡμῖν ὑπάρχει (Dem. 124).What advantage is there? V. τί δʼ ἔστι τὸ πλέον; (Eur., Phoen. 553).What advantage will it be to the dead? P. τί ἔσται πλέον τῷ γε ἀποθανόντι; (Antiphon, 140.)——————v. trans.See Benefit.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Advantage
См. также в других словарях:
προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… … Dictionary of Greek
διάφορο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 48 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. * * * το (AM διάφορον) τόκος χρημάτων («έβαλα τα χρήματα μου στο διάφορο») νεοελλ. 1. κέρδος, ωφέλεια,… … Dictionary of Greek
ευημερία — η (ΑΜ εὐημερία, Α και δωρ. τ. εὐαμερία) [ευήμερος] αφθονία αγαθών, ευπορία (α. «ἕξεις εὐημερίαν βίου», Ευρ. β. «οικονομική ευημερία») μσν. αρχ. στρατιωτική επιτυχία («ἕως ἄν ἡμῑν καὶ ὑμῑν οἱ θεοὶ διδῶσιν τὴν εὐημερίαν», Πολ.) μσν. 1. εύνοια 2.… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek